- μηχανοδέκτης
- οβιολ. εξειδικευμένη νευρική δομή η οποία εξασφαλίζει τη μεταγωγή τών μηχανικών ερεθισμάτων στο σώμα τού ζώου, αλλ. μηχανοϋποδοχέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηχανοϋποδοχέας — ο ο μηχανοδέκτης … Dictionary of Greek